- θύσανος
- Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα.
(Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά, πλάγιοι μονανθικοί άξονες, μεγαλύτεροι από τους μητρικούς. Τέτοιους θ. έχουν οι γλαδιόλες, οι κρίνοι και πολλά άλλα φυτά.
(Μετεωρ.) Σύννεφα που βρίσκονται υψηλότερα από τα άλλα (μέσο ύψος 6.000-10.000 μ. πάνω από την επιφάνεια της Γης). Έχουν ομοιόμορφο λευκό χρώμα χωρίς σκιές και είναι λεπτά σαν νήματα ή παρουσιάζουν ινώδη υφή. Τέτοια νέφη σχηματίζονται τόσο σε κατώτερο (5.400 μ.) όσο και σε ανώτερο ύψος (15.000 μ.)· επειδή, μάλιστα, στα ύψη αυτά η θερμοκρασία του αέρα είναι κάτω από το μηδέν, αποτελούνται πάντοτε από λεπτούς παγοκρυστάλλους. Η διέλευση του φωτός του Ήλιου ή της Σελήνης μέσα από αυτούς τους παγοκρυστάλλους προκαλεί συχνά φωτεινά φαινόμενα, που είναι γνωστά με τις ονομασίες άλως, παρήλιο, ανθήλιο κλπ., ενώ τα χαμηλότερα νέφη, που αποτελούνται από σταγονίδια, δημιουργούν απλώς έγχρωμα στέμματα πολύ κοντά στον δίσκο του Ήλιου ή της Σελήνης. Γενικά οι θ. προέρχονται από την κυκλωνική ανοδική κίνηση έως τη στάθμη πήξης, εμφανίζονται μπροστά από τα μέτωπα και είναι προάγγελοι κακοκαιρίας. Διακρίνονται τρία είδη: α) οι κυρίως θ. (cirrus), στους οποίους τα νήματα είναι χωρισμένα μεταξύ τους· β) τα θυσανοστρώματα (cirra-stratus), στα οποία τα νήματα είναι ενωμένα μεταξύ τους, σχηματίζοντας έτσι ένα υπόλευκο πέπλο και προκαλούν τα φαινόμενα της άλω· γ) οι θυσανοσωρείτες (cirro-cumulus), που αποτελούνται από μικρές σφαίρες ή τολύπες, και σχηματίζουν παράλληλες πτυχώσεις ή ραβδώσεις, όπως εκείνες που δημιουργούνται στην άμμο της ακτής, καθώς αποσύρεται το νερό της θάλασσας.
* * *ο (Α θύσανος)άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά στο ένα άκρο ενώ στο άλλο αφήνονται ελεύθερα, κροσσός, κρόσσι, φούντανεοελλ.1. (μετεωρ.) ένας από τους τέσσερεις πρωτεύοντες τύπους στους οποίους διακρίνονται τα νέφη2. βοτ. τύπος νηματώδους ταξιανθίαςαρχ.στον πληθ. οἱ θύσανοι(για την αιγίδα ή τη ζώνη τής Αθηνάς) κροσσωτό κόσμημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται σε ΙΕ *dhudh-, παρεκτεταμένη μορφή τής ρίζας *dhu- «σείω», απ' όπου προέκυψε αμάρτυρος τ. *θύθ-yα που συνδέεται με το λεττον. duša «δεμάτι άχυρο» και το αρχ. ινδ. dudhi «ορμητικότητα». Από τον τ. *θύθ-yα προέκυψε μέσω ενός επίσης αμάρτυρου τ. *θύσσα και με την κατάλ. -ανος* ο τ. θύσανος. Πάντως παραμένει δυσερμήνευτη η απλοποίηση τού διπλού -σσ-, δεδομένου μάλιστα ότι η παρουσία του στο παρ. θυσσανόεις επιβάλλεται από μετρικούς λόγους, ενώ και η γλώσσα τού Ησυχίου θύσσεταιτινάσσεται, που ενισχύει την ανωτέρω υπόθεση είναι επίσης αμφίβολη.ΠΑΡ. θυσανώδης, θυσανωτόςαρχ.θυσ(σ)ανόεις, θυσανηδόννεοελλ.θυσανία, θυσανώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θυσανοειδής, θυσάνουροςνεοελλ.θυσανοβόστρυχος, θυσανόβοτρυς, θυσανόμορφος, θυσανόπτερα, θυσανόστρωμα, θυσανοσωρείτης].
Dictionary of Greek. 2013.